- τυμβωρύχου
- τυμβώρυχοςgrave-robbermasc gen sgτυμβωρύχοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμβωρυχία — η, ΝΜΑ [τυμβωρύχος] ανόρυξη τάφου με σκοπό τη σύληση του, τη διαρπαγή τών κτερισμάτων νεοελλ. (ποιν. δίκ.) το άνοιγμα τάφου και η σύληση τού νεκρού, δηλαδή η αφαίρεση θαμμένων μαζί του κινητών πραγμάτων, με σκοπό την παράνομη περιουσιακή ωφέλεια… … Dictionary of Greek